- βατσινιά
- (I)η [βάτσινο]1. ο βάτος2. ο βατιώνας3. το δέντρο συκομορέα, συκαμνιά.————————(II)η [βατσίνα]η ουλή από τη βατσίνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βατσινιά — η βλ. βατομουριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τζιάκαλος — Ηπειρώτης αρματολός και κλέφτης, που έζησε στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αι. Επικεφαλής σώματος Αλβανών, ως αρματολός συγκρούστηκε στις 12 Απριλίου του 1728 στο χωριό Βατσινιά των Τρικάλων με το αντάρτικο σώμα του Μπουκουβάλα, τον… … Dictionary of Greek
βατομουριά — η θάμνος με αγκάθια που οι καρποί του είναι δροσιστικοί και γλυκείς και που χρησιμοποιείται ως φυσικός φράχτης, ο βάτος, η βατσινιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)